- ἐπιστημονικωτέρας
- ἐπιστημονικωτέρᾱς , ἐπιστημονικόςcapable of knowledgefem acc comp plἐπιστημονικωτέρᾱς , ἐπιστημονικόςcapable of knowledgefem gen comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.